-
1 ценность
ценность ж 1) η αξία; иметь \ценность έχω αξία 2) (ценная вещь) чаще мн. οι αξίες; культурные \ценностьи οι πολιτιστικές αξίες; материальные \ценностьи οι υλικές αξίες* * *ж1) η αξίαиме́ть це́нность — έχω αξία
2) ( ценная вещь) чаще мн. οι αξίεςкульту́рные це́нности — οι πολιτιστικές αξίες
материа́льные це́нности — οι υλικές αξίες
-
2 рассчитывать
рассчитыватьнесов1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς... -
3 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
4 заказ
η παραγγελί/α, η εντολήобъём - а όγκος/ποσότητα της - αςгосударственный - κρατική/δημόσια -предварительный - προκαταρκτική/δοκιμαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказ
-
5 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
6 представлять
представлятьнесов1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:\представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:\представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον6. театр. παριστάνω, παίζω·7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·8. (быть, являться чем-л.):\представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:\представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου. -
7 ценить
ценитьнесов прям., перен ἐκτιμώ:\ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:\цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος. -
8 цениться
[τσυνίτσα] ρ. έχω μεγάλη αξία -
9 цениться
[τσυνίτσα] ρ έχω μεγάλη αξία -
10 котировать
-руга, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. διατιμώ (αξία εμπορεύματος ή ξένου νομίσματος).1. διατιμιέμαι.2. μτφ. εκτιμιέμαι, έχω (απολαβαίνω) εκτίμηση•этот писатель невысоко -ется αυτός ο συγγραφέας δεν εκτιμιέται και πολύ.
3. συχνάζω στο χρηματιστήριο. -
11 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
12 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.
См. также в других словарях:
ξάζω — έχω αξία, αξίζω («καμωμένα δεν ξάζουσι ουδέ τίποτσι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αξάζω «έχω αξία», με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
αξιάζω — κ. αξάζω (Μ ἀξιάζω κ. ἀξάζω) 1. αξίζω, έχω αξία 2. (μτχ.) αξαζούμενος (κ. ζόμενος) άξιος, ικανός, («φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αξίζω + καταλ. ιάζω ή < ουσ. αξία ο τ. αξάζω κατά το σχ. (ι)σιάζω > (ι)… … Dictionary of Greek
αξίζω — μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. έχω αξία σε χρήμα: Το αυτοκίνητο αυτό δεν αξίζει πολλά πράγματα. 2. έχω ικανότητες, είμαι άξιος: Στις εξετάσεις για υποτροφία έδειξε τι άξιζε. 3. ανταποκρίνομαι επάξια σε κάτι, μου πρέπει: Την άξιζε αυτή τη θέση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
φελώ — φελῶ, άω, ΝΜ 1. (μτβ.) ωφελώ κάποιον 2. (αμτβ.) είμαι χρήσιμος, έχω αξία (α. «ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ άρματα δεν εφέλα», Ερωτόκρ. β. «καὶ μάθε τὰ γραμματικά, ἂν θέλῃς νὰ φελέσῃς», Πρόδρ.) νεοελλ. παροιμ. «όπου φελά, παντού φελά» δηλώνει ότι ο… … Dictionary of Greek
φελώ — (ε)φέλεσα (δημ. τύπος του ωφελώ) 1. μτβ. και αμτβ., ωφελώ: Δεν έβρισκε πράμα να τη φελέσει (Ερωτόκριτος). 2. αμτβ., έχω αξία, αξίζω: Όπου φελά, παντού φελά (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek